- τσιρλιάρης
- α, ικο1) страдающий частыми поносами; 2) перен. трусливый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσιρλιάρης, -α, -ικο — 1. που παθαίνει συχνά διάρροια, που τσιρλίζεται (βλ. λ.): Αυτός πάντα βρομάει, είναι τσιρλιάρης. 2. που είναι γεμάτος τσίρλα. 3. μτφ., δειλός, φοβητσιάρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιρλιάρης — α, ικο, Ν 1. αυτός που έχει συχνά διάρροια 2. μτφ. δειλός, φοβιτσιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσίρλα + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ψωρ ιάρης)] … Dictionary of Greek
τσιρλιάρικος — η, ο, Ν [τσιρλιάρης] 1. τσιρλιάρης 2. μτφ. υδαρής, νερουλιασμένος («τσιρλιάρικα σταφύλια») … Dictionary of Greek
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek
τσιρλιάρικος — η, ο 1. τσιρλιάρης (βλ. λ.). 2. μτφ., νερουλιασμένος: Τσιρλιάρικα σταφύλια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)